-
1 νιφάς
A snowflake, Hom. (only in Il.), mostly in pl.,ὥς τε νιφάδες χιόνος πίπτωσι θαμειαὶ ἤματι χειμερίῳ Il. 12.278
; βρέχε.. χρυσέαις νιφάδεσσι, a legendary statement of the wealth of Rhodes, Pi.O.7.34;ἔπεα νιφάδεσσιν ἐοικότα χειμερίῃσιν Il. 3.222
, cf. Luc.Dem.Enc.5: sg. in collect. sense, snowstorm,νιφὰς ἠὲ χάλαζα Il.15.170
; [πάγος] βρέχετο πολλᾷ νιφάδι was wrapt as in deep snow, Pi.O.10(11).51. -
2 χιών
A snow, in Hom. mostly of fallen snow, Il.10.7, 22.152;ὡς δὲ χ. κατατήκετ' ἐν.. ὄρεσσιν Od.19.205
;ὕπερθε χ. γένετ' ἠΰτε πάχνη 14.476
; ; ἐπὶ χιόνι πεσούσῃ ibid., cf.4.50;Ἰδαία χ. A.Ag. 564
;ἥλιος.. τήκει πετραίαν χιόνα Id.Fr.300.5
;καί νιν.. χιὼν οὐδαμὰ λείπει S.Ant. 830
(lyr.); also of falling snow, ὥς τε νιφάδες χιόνος πίπτωσι θαμειαί thick fall the snow-flakes, Il.12.278;χ. πίπτουσα Hdt.4.31
;κατένειψε χιόνι τὴν Θρᾴκην Ar.Ach. 138
;ὅταν βορέας χιόνα χέῃ E.Cyc. 329
, cf. Ba. 662;ἐπιπίπτει χ. X.An.4.4.11
;χιόνες πολλαὶ γίνονται Thphr.Sign.24
: [χ.] σφοδρὰ καὶ ἀθρόα καταφερομένη νιφετὸς ὠνόμασται Arist.Mu. 394a36
.II snow-water, 'ice-coldwater,Θρῄκην χιόνι.. κατάρρυτον E.Andr. 215
;χ. ποταμία Id.Tr. 1067
(lyr.); used to cool wine,εἰ χιών ἐστ' ὠνία Euthycl.1
;οἶνον πιεῖν.. χιόνι μεμιγμένον Stratt.57
;χιόνα πίνειν Alex.141.10
;τοῦ θέρους χιόνα.. ζητεῖς Χ. Mem.2.1.30
;ἡδὺ θέρους.. χιὼν ποτόν AP5.168
(Ascl.): rare in pl., Arist.Mu. 394a16. [[pron. full] ῐ by nature, [pron. full] ῑ [dialect] Ep. metri gr.] (Cf. Skt. himás 'cold, winter', Lat. hiems, Avest. zyam- 'winter', etc.)
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский